Γιάννης Κουνέλλης
Είναι ίσως ο πιο αναγνωρισμένος διεθνώς Έλληνας εικαστικός του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1936, στον Πειραιά και σπούδασε στην Ρώμη στην Ακαδημία Καλών Τεχνών,
Η μακρόχρονη πορεία του στις εικαστικές τέχνες του χάρισε πολλές επιτυχίες, κυρίως στην Ιταλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, όπου αναδείχθηκε σε κεντρική φυσιογνωμία της μεταμοντέρνας τέχνης.
Στην Ιταλία θα εισχωρήσει δυναμικά στην εικαστική σκηνή και θα αναδειχθεί σε έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους του αμιγώς ιταλικού εικαστικού ρεύματος της Arte Povera, ένα από τα σημαντικότερα κινήματα στην Μεταμοντέρνα Τέχνη που αμφισβητεί το κατεστημένο τόσο κοινωνικά και πολιτικά όσο και εικαστικά, αντανακλώντας τον αναβρασμό και τις ανακατατάξεις της ιταλικής κοινωνίας στις δεκαετίες μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο. Η Arte Povera βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση αντικειμένων και υλικών τα οποία είναι συχνά ακατέργαστα, απλά και φτωχά (όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του κινήματος), μια επιλογή που έχει όχι μόνο φορμαλιστικές αλλά και εννοιολογικές προεκτάσεις.

Στο παραπάνω πλαίσιο εντάχθηκε ο Κουνέλλης, χρησιμοποιώντας υλικά όπως χώμα, σακιά από λινάτσα και κάρβουνο για να συνθέσει μία νέα πρόταση στα εικαστικά δεδομένα της εποχής. Κάποιοι θα έβρισκαν στη φιλοσοφία του ομοιότητες με τον Αμερικανικό Μινιμαλισμό, ωστόσο είναι ριζικά αντίθετη καθώς είναι απομακρισμένη από την έμφαση στην τεχνολογία και ζωγραφική αντιμετώπιση.

Η εικαστική γλώσσα του Κουνέλλη είναι πλούσια και χαρακτηρίζεται από ένα συνεχή πειραματισμό σε φόρμες, συνθέσεις και ύλες, με τρόπο που πάντα προκαλεί στον θεατή σε ένα πρωτόγνωρο διάλογο με πολλαπλές αναφορές. Ο άνθρωπος στο έργο του Κουνέλλη είναι στοιχείο κυρίαρχο παρά την φαινομενική απουσία του, καθώς τα υλικά που χρησιμοποιεί έχουν συχνά αναφορές στη ζωή και την εργασία, ενώ παράλληλα με τη χρήση υφασμάτων και ρούχων ο καλλιτέχνης συνθέτει σκιώδεις υπαινιγμούς μορφών. Πρόκειται για μία αναφορά στην ανθρώπινη ύπαρξη που αποφεύγει την τετριμμένη αναπαράσταση και εστιάζει σε περιφερειακά στοιχεία του ανθρώπου, σκιαγραφώντας τον μέσω της απουσίας του.

Μέχρι το τέλος ο Κουνέλλης βρίσκεται αδιάκοπα σε ανοιχτό διάλογο με την εποχή του. Ταξιδεύει συνέχεια μην αφήνοντας καμιά ήπειρο του πλανήτη, ακολουθώντας την ανάγκη που επιτάσσει το έργο του να μεταθέτει συνεχώς τα όρια των βιωμάτων, την ικανότητα της γλώσσας να προσλαμβάνει και να παράγει νοήματα και ευαισθησίες μέσα από την απλότητα της καθημερινής πραγματικότητας και τις διαφορές της από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Σε δημόσια συζήτηση στο πλαίσιο μιας σπάνιας έκθεσης του στην Αθήνα, στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Ο Γιάννης Κουνέλλης είχε πει: «Η δική μου γενιά έφυγε από τα σύνορα, βγήκε έξω από το κάδρο, είχε πολλά όνειρα για την ζωή και την τέχνη. Θέλαμε με τίς ιδέες μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Είμαστε Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, γαλουχημένοι με την ιδέα και όχι την ιδέα του χρηματιστηρίου».
Λίγο πριν φύγει από τη ζωή είπε γελώντας πως το ερώτημα αν είναι Έλληνας ή Ιταλός είναι λάθος, γιατί στην ουσία είναι “Πειραιώτης”. Τι άλλο να σημαίνει από το ότι ένας άνθρωπος του λιμανιού έχει το ένα πόδι στον τόπο και το άλλο έτοιμο να μπαρκάρει σε καινούργιους δρόμους.
Ο Γιάννης Κουνέλλης πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου 2017 στη Ρώμη, σε ηλικία 80 ετών.